Ο δρόμος για το σπίτι
Η περιπέτεια του μικρού Αλέξανδρου στη λαϊκή μέχρι να βρει τη μάμα του.... μέχρι να ηρεμήσει. Μια κακιά στιγμή απομάκρυνε τον μικρό από τη μαμά του.... Όμως πολλές κακές στιγμές δεν μπορούν να βρεθούν στο δρόμο μας ως παιδιά, ως γονείς;
Δεν είναι ένα παραμύθι με κάστρα και δράκους.... Αλλά ένα παραμύθι με λαϊκή και κανονικούς - καλούς και κακούς ανθρώπους. Είναι φανταστική ιστορία ή μήπως κάποιοι με κάποιον τρόπο την έχουν ζήσει στην πραγματική όμως ζωή
Το συγκεκριμένο παραμύθι δε γράφτηκε με σκοπό να έχει αποκοιμηθεί το παιδί σας μόλις κλείσετε το βιβλίο.
δεν έχει σκοπό να φοβίσει, να τρομοκρατήσει.... αλλά να προβληματίσει, να προτείνει λύσεις για μια τέτοια κακιά στιγμή. Γράφτηκε για να συζητήσετε με το παιδί σας. Να προβληματιστείτε....
Το αισιόδοξο τέλος σε μια μικρή περιπέτεια....
Ο Αλέξανδρος είναι ένα πάρα πολύ καλό παιδί. Ακούει τις συμβουλές των γονιών του και προσπαθεί κάθε μέρα να τις καταλάβει και να κάνει αυτό που του ζητάνε....
«Σίγουρα ό,τι λένε το λένε για το καλό μου» σκεφτόταν κάθε μέρα
Βοηθούσε πάντα τους γονείς του, παρόλο που ήταν μικρός, και ήθελε να είναι συνέχεια μαζί τους. Και οι γονείς του όμως ήταν πολύ περήφανοι για εκείνον και το μόνο που ήθελαν είναι να είναι εκείνος καλά και χαρούμενος....
Μια μέρα ο Αλέξανδρος πήγε με τη μητέρα του στη λαϊκή. Του άρεσε πολύ να πηγαίνει, γιατί είχε πολύ κόσμο και έβλεπε ένα σωρό καινούρια πράγματα.
Φωνές, φασαρία, κίνηση, πολλά πράγματα.... όλα γινόντουσαν τόσο γρήγορα, σαν να παίζεις στο λούνα παρκ. Πάγκοι με φρούτα, μυρωδιές, ρούχα και φυσικά παιχνίδια....
Μμμμ, μπορεί άλλωστε να του έπαιρνε και η μαμά κάποιο καινούριο παιχνίδι....
«Εδώ τα καλά μήλα, εδώ τα καλά πορτοκάλια» φώναζε ένας κύριος πίσω από το πάγκο του. Και έκανε τόσο περίεργη τη φωνή του που ο Αλεξανδράκος δεν ήξερε αν πρέπει να γελάσει ή να φοβηθεί. Το μόνο που έκανε , ακόμα και όταν γελούσε, είναι να σφίγγει δυνατά το χέρι της μαμάς του.... Και στάθηκαν εκεί, σε αυτόν τον πάγκο
« Έλα Αλεξανδράκο μου να πάρουμε πορτοκάλια να σου κάνω φυσικό χυμό να πιεις» είπε η μαμά τραβώντας τον Αλέξανδρο προς τον πάγκο. Η μαμά διάλεγε πορτοκάλια και μιλούσε με τον άνθρωπο και ο Αλέξανδρος κοιτούσε τριγύρω του.
Και κάποια στιγμή.... να, πέφτει εκεί το μάτι του στον πάγκο με τα παιχνίδια. Κατευθείαν γελάει.... και κάθεται εκεί καρφωμένος να τα κοιτάζει. Εκείνο το καφετί μαϊμουδάκι που κρατάει 2 πιάτα (αυτά που έχουν και στα ντραμς) και κάθε τόσο τα χτυπάει και γελάει.... Χα χα χα.
«Πω πω» σκέφτηκε «φοβερό είναι» και έτσι όπως το κοίταζε άφησε το χέρι της μαμάς του.
«Κοντά μου Αλέξανδρε» είπε κατευθείαν η μαμά που τρόμαξε που της άφησε το χέρι
«Ναι μαμά» είπε ο Αλέξανδρος κι εκείνη άρχισε να βάζει πιο γρήγορα τα πορτοκάλια στην τσάντα....
Ο κύριος που πουλούσε τα παιχνίδια του χαμογελούσε.... εκείνος τον κοίταξε αλλά δεν έκανε κάτι. Η μαϊμού είχε πολλή πλάκα.... Πήγε κοντά. Η μαμά του τον φώναξε Ένα λεπτάκι μαμά.
«Κανένα Αλέξανδρε» του είπε αλλά εκείνος πλησίασε ακόμη πιο κοντά. Άλλωστε ήταν και μια γειτόνισσα εκεί που μίλαγε με τη μαμά.
Καλά το μαιμουδάκι έχει πολλή πλάκα.... έχει και μουσική και τρέμει πριν χτυπήσει το ντραμς. Φοβερό σκεφτόταν ο Αλέξανδρος....
«Θα μου το πάρει η μαμά οπωσδήποτε» και γυρίζει να της το πει.
Όμως δεν την βλέπει. Που είναι; Ο κόσμος φαίνεται πιο πολύς τώρα και ο Αλέξανδρος αρχίζει και νιώθει.... όχι φόβο, αλλά ένα κενό. Πού να είναι η μαμά; Δεν μιλάει και αρχίζει και περπατάει γρήγορα μέσα στα στενά, για να την βρει.
Ούτε εδώ, ούτε εδώ. Μα που είναι τέλος πάντων;
Και τότε συνειδητοποιεί ότι δεν ξέρει που βρίσκεται. Ο κόσμος περπατάει γρήγορα και τον σπρώχνει συνέχεια. Κανείς όμως δεν του δίνει σημασία....
Κοιτάζει συνέχεια γύρω του μήπως δει τη μαμά του, τη γειτόνισσα που μιλούσε και προσπαθεί να αναγνωρίσει το μέρος. Δυστυχώς όμως τίποτε από αυτά δε συμβαίνει. Τώρα ναι.... φοβάται πολύ, πάρα πολύ. Για να λέμε την αλήθεια, ένιωσε να σφίγγετε η καρδιά του, έπαιρνε βαθιές ανάσες λες και δεν μπορούσε να αναπνεύσει και τα χέρια του είχαν κρυώσει, έτρεμαν.... και ήταν μόνος του.... Μάλλον αυτός είναι ο φόβος
Πήγε σε μια γωνιά και έκλαιγε. Το μόνο που μπορούσε πια να κάνει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι. Οι σκέψεις είχαν γίνει και αυτές γρήγορες και δεν καθόταν καμία στο κεφάλι του. Τότε τον πλησίασε μια κυρία. Φοβήθηκε αλλά σκέφτηκε ότι ίσως τον βοηθούσε. Τον ρώτησε γιατί κλαίει και της απάντησε
«Έχασα τη μαμά μου»
«Μην στενοχωριέσαι» του είπε «εγώ τη ξέρω τη μαμά σου, είμαστε φίλες. Θα έρθεις σπίτι μου και θα την περιμένουμε να έρθει να σε πάρει. Έλα σήκω να πάμε»
Η κυρία είχε κάτι πάνω της, μια σιγουριά και ήξερε και τη μαμά. Όμως ο Αλέξανδρος για κάποιο λόγο συνέχιζε να φοβάται.
Σηκώθηκε και έπιασε το χέρι της που του το είχε απλώσει.
«Θα πάω με τη φίλη της μαμάς μου» σκέφτηκε. «όμως ποια φίλη; Δεν την έχω δει ποτέ στο σπίτι»
«Κυρία.. πως σας λένε;» ψέλλισε ο Αλέξανδρος
«ΕΕΕ.. Μαρία» του είπε αλλά του έσφιξε δυνατά το χέρι και τώρα τον τράβαγε
Ο φόβος έγινε πιο μεγάλος τώρα… δεν ήξερε καμία Μαρία και πόσο μάλλον τη συγκεκριμένη. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να σταματήσει αλλά εκείνη τον τράβαγε
«Έλα» του έλεγε
Και τότε θυμήθηκε μια συμβουλή της μαμάς και του μπαμπά που του την έλεγαν συχνά «ΔΕΝ ΜΙΛΑΜΕ ΠΟΤΕ ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ».
Ο Αλέξανδρος αντιστάθηκε και άρχισε να φωνάζει
«Άφησε με, άφησε με» και προσπαθούσε με το άλλο του χέρι να ελευθερώσει το χέρι που του κρατούσε η κυρία. Εκείνη επιτάχυνε το βήμα και τον έσφιγγε πιο δυνατά. Και τότε ακούει φωνές
«Τι γίνεται εκεί;» τι συμβαίνει
Και ενώ πριν κανείς δεν τον κοίταγε τώρα όλοι είχαν σταματήσει και τον κοιτούσαν. Κάποιοι πιο θυμωμένοι φώναζαν σε αυτή την κυρία η οποία του άφησε το χέρι και προσπαθούσε να φύγει. Πήγαν να τον πλησιάσουν κάνα δυο άνθρωποι αλλά ο Αλέξανδρος άρχισε να τρέχει γρήγορα….
Ντράπηκε, φοβήθηκε… ήταν πια αδύναμος σε όλο αυτό. Έτρεχε, έτρεχε και πήγε κάπου και κρύφτηκε…. Κοντά στη λαϊκή αλλά και έξω από αυτή
Και τώρα τι θα κάνει ο Αλέξανδρος;;; είναι μόνος του και φοβάται.
«Δεν έπρεπε να είχε αφήσει ποτέ το χέρι της μαμάς του».
«Πως θα την βρω την μαμά μου; Που είναι η μαμά μου; Που είναι η μαμά μου; Πρέπει να σκεφτώ που μπορεί να είναι. ΑΑΑ σκέφτηκε…μα βέβαια…. θα με ψάχνει και η μαμά, οπότε θα πάω στο τελευταίο σημείο που με είδε… στο μαϊμουδάκι» Και σηκώθηκε από εκεί που καθόταν.
Άρχισε να περπατάει και μπήκε πάλι στη λαϊκή. Σκεφτόταν ποιο δρόμο είχε πάρει… όλοι όμως ήταν τόσο ίδιοι. Πρέπει να συνεχίσω να περπατάω, η μαμά μου θα στενοχωριέται και εκείνη.
«Έπρεπε να είχα μείνει εκεί… η μαμά μου θα με ψάξει στο τελευταίο σημείο που με είδε. Δεν έπρεπε να φύγω ποτέ από εκεί, αλλά νόμιζα ότι θα την βρω σκεφτόταν όπως προχωρούσε»
Και να ….εκεί που περπατούσε … ο πάγκος με τα παιχνίδια!!! Ο Αλέξανδρος χάρηκε. θα περιμένω εκεί μέχρι να με βρει η μαμά. Πλησίασε και έψαξε να βρει το μαιμουδάκι… δεν ήταν εκεί. Σήκωσε τα μάτια και είδε τον κύριο που πουλούσε τα παιχνίδια … δεν ήταν ο κύριος που του χαμογελούσε. «Και τώρα τι κάνουμε;» Σκέφτηκε
Ο Αλέξανδρος ήταν πια χαμένος. Χωρίς τη μαμά του, δεν ήξερε που ήταν και δεν ήξερε τι να κάνει…
Έπρεπε κάτι να κάνει….
Θα μιλήσω σε κάποιον σκέφτηκε… ναι αλλά η μαμά και ο μπαμπάς λέει δεν μιλάμε σε αγνώστους. Και τότε πέρασε ένας αστυνομικός…. Ο Αλέξανδρος σκέφτηκε «οι αστυνομικοί πάνε τον κόσμο φυλακή και αν με δει μόνο μου θα με πάει φυλακή». Και πήγε λίγο πιο πέρα για να μην το δει ο αστυνομικός.
«Πρέπει όμως κάπου να μιλήσω… και αν όμως αυτός που μιλήσω είναι κακός και με πάρει μακριά, ακόμη πιο μακριά; Τι να κάνω;;;; Μανούλα μου που είσαι;;;; γιατί να αφήσω το χέρι σου;;;;;»
Σκεφτόταν ο Αλέξανδρος και άρχισε να τρέμει… δεν θα έβρισκε ποτέ τη μαμά του, τη μαμά του, τη μάμα του…
Και να … εκείνη την στιγμή.. δεν είναι η μαμά του. Είναι μια άλλη μαμά με 2 παιδάκια στο χέρι της. Το ένα παιδάκι το ξέρει. Είναι στο ίδιο σχολείο. Δεν είναι φίλοι, είναι πιο μικρός αλλά τον ξέρει… είναι ο μόνος που ξέρει σε αυτή τη ζούγκλα…και κυρίως «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ»
«Κυρία;»
«Ορίστε αγόρι μου;;;»
«Να ξέρετε έχασα τη μαμά μου… δεν ξέρω που είναι…» και άρχισε να κλαίει γοερά πια… λες και τα δάκρυα που κρατούσε τόση ώρα τον πίεζαν για να βγουν.
Εκείνη τον χάιδεψε – τρομαγμένη βέβαια – και του είπε «… ηρέμησε παιδί μου, θα την βρούμε τη μαμά…»
«Θυμάσαι που μένεις;»
«Στο σπίτι μου» απάντησε
«Διεύθυνση θυμάσαι;»
«Όχι» της είπε ο Αλέξανδρος… «έπρεπε να το ήξερα αυτό. Και μου το ‘χανε πει όλοι»
«Το τηλέφωνο της μαμάς; Το θυμάσαι;»
«Όχι» απάντησε και πάλι… κάτι θυμόταν αλλά να φοβόταν τόσο πολύ τώρα που δεν θυμόταν όλους τους αριθμούς.
«Ξέρεις τι θα κάνουμε;;;» του είπε
«Θα μας βοηθήσει ο αστυνομικός»
«Όχι όχι ο αστυνομικός» φώναξε ο Αλέξανδρος θα με πάει φυλακή.
Η κυρία τον ηρέμησε… «οι αστυνομικοί αγόρι μου, βοηθάνε τα παιδιά, δεν τα πάνε φυλακή. Φυλακή πάνε οι άνθρωποι που έχουν κάνει κάτι κακό, που έχουν κάνει κακό σε άλλους ανθρώπους. Εσύ δεν έκανες τίποτα κακό».
«Έκανα… άφησα το χέρι της μαμάς»
«Βέβαια… αλλά δεν έβλαψες κανένα. ήταν ατύχημα, δεν ήταν κακή πράξη».
Και έτσι πήγαν στον αστυνομικό…. Και τότε συνέβη κάτι μαγικό. Μόλις του είπαν τι έχει συμβεί ο αστυνομικός είπε …
«Έλα βρε Αλέξανδρε, που είσαι τόσες ώρες;;;; η μαμά σου σε ψάχνει παντού!!! Ξέρω που είναι, έλα να σε πάω»
Ο Αλέξανδρος έπιασε το χέρι του αστυνομικού και τον ακολουθούσε… και πίσω του το παιδί από το σχολείο με τη μαμά του.
Για ένα περίεργο λόγο ο Αλέξανδρος δεν φοβόταν τώρα….
Που ήσουν τελικά Αλέξανδρε; Τι έγινε; ρώτησε ο αστυνομικός και ο ήρωας μας άρχισε να του λέει τι έχει συμβεί
Και τότε ο αστυνομικός του είπε:
«Όταν φοβόμαστε κάνουμε πράγματα που μετά μπορεί να είναι λάθος. Δεν πειράζει όμως. Έτσι κάνουν όλοι οι άνθρωποι. Εσύ θα πρέπει να θυμάσαι ότι έτσι όπως έτρεχες μέσα στη λαϊκή δεν μπορούσαμε να σε βρούμε γιατί έφευγες από το σημείο που ερχόμασταν να σε βρούμε εμείς. Θα μένεις σταθερός εκεί που είσαι και όπως πολύ σωστά έκανες δεν θα μιλάς σε κανένα άγνωστο. Θα μάθεις όμως το τηλέφωνο του σπιτιού σου και αν σου ξανασυμβεί ποτέ – που είμαι σίγουρος ότι δεν θα ξανασυμβεί, αλλά να άνθρωποι είμαστε- θα πας σε ένα αστυνομικό και θα του πεις την διεύθυνση σου ή το τηλέφωνο σου.
Η αν το πάθεις σε κάποιο κατάστημα ή στο λούνα παρκ, θα πας σε έναν υπάλληλο για να το πεις; Εντάξει Αλέξανδρε;»
Ο Αλέξανδρος δεν απάντησε απλά ήθελε να δει τη μαμά του…
Και αν σου συμβεί στο δρόμο συνέχισε ο αστυνομικός πάλι δεν θα μιλήσεις σε κανένα και θα πάρεις από ένα καρτοτηλέφωνο το 100 ή το 116000 που εκεί είναι άνθρωποι που θα σε βοηθήσουν
«100» σκέφτηκε ο Αλέξανδρος, «η αστυνομία…»
«Τι ανόητος, οι αστυνομικοί δεν είναι για να πηγαίνουν τον κόσμο φυλακή είναι για να βοηθάνε τον κόσμο!!!! Γιατί τόσο καιρό τους φοβόμουν;;;;»
«Και το 116000 ;» ρώτησε ο Αλέξανδρος
«Το 11600 είναι το Χαμόγελο του Παιδιού… εκεί πάντα υπάρχουν άνθρωποι που ότι και να πάθεις, ότι και να σου συμβεί θα σε βοηθήσουν. Και μπορείς να πάρεις τηλέφωνο οποιαδήποτε στιγμή και χωρίς να έχεις λεφτά ή κάρτα. Απλά θα σηκώσεις το ακουστικό από το καρτοτηλέφωνο και θα πατήσεις 116000. Θα ακούσεις παιδικά τραγουδάκια και μετά θα το σηκώσει κάποιος και εσύ μπορείς να του πεις τι σου έχει συμβεί χωρίς να ντρέπεσαι ή να φοβάσαι…»
Ο Αλέξανδρος επαναλάμβανε από μέσα του 116000 116000 116000 για να μην το ξεχάσει
Και τότε ακούστηκε μια φωνή «παιδί μου» και χιλιάδες φιλιά βρέθηκαν στο πρόσωπο του Αλέξανδρου. Ήταν η μαμά του
«Γιατί με άφησες; Γιατί ε; Μην ξαναφύγεις ποτέ ακούς; Μην ξαναφήσεις ποτέ το χεράκι της μαμάς!!!»
«Όχι μαμά… όχι…»
«Είσαι καλά; Να σε δω» είπε η μαμά και τον κοίταγε λες και ήταν η πρώτη φορά
«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ» είπε η μαμά του Αλέξανδρου στην κυρία και στον αστυνομικό.
«Τι έγινε βρε Αλέξανδρε; Πού ήσουν;» ρωτησε η μαμα
Και ο Αλέξανδρος σκέφτηκε όλα αυτά που έγιναν. Και τι να έγινε άραγε η κυρία που πήγε να τον πάρει….
«Θα σου πω μαμά, θα σου πω… πάμε σπίτι και θα σου πω»
Τέλος